- αγαθοποιώ
- ἀγαθοποιῶ (-έω) (Α) [ἀγαθοποιός]1. κάνω καλό σε κάποιον, ευεργετώ2. καθιστώ κάτι καλό3. ασκώ ευεργετική επίδραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαθοποιῶ — ἀγαθοποιέω do good pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγαθοποιέω do good pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοποιῷ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek